Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταριέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κατουριέμαι
-
βαριέμαι
-
καυχιέμαι
)
Συνώνυμα
βρίζω
λοιδορώ
κακολογώ
3
Αντώνυμα
ευλογώ
εκθειάζω
επαινώ
3
Ορισμός
Εκφράζω έντονη δυσαρέσκεια ή μίσος προς κάποιον ή κάτι με βρισιές ή κακές ευχές.
Προφέρω λόγια που εκφράζουν κατάρα ή επιθυμία για κακό.
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας τον κατάρισε όταν έμαθε ότι τον πρόδωσε.
Σε καταριέμαι που με έκανες να υποφέρω τόσο!
2