1. Λέξη
    καταριέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: κατουριέμαι - βαριέμαι - καυχιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • βρίζω
    • λοιδορώ
    • κακολογώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευλογώ
    • εκθειάζω
    • επαινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω έντονη δυσαρέσκεια ή μίσος προς κάποιον ή κάτι με βρισιές ή κακές ευχές.
    • Προφέρω λόγια που εκφράζουν κατάρα ή επιθυμία για κακό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατέρας τον κατάρισε όταν έμαθε ότι τον πρόδωσε.
    • Σε καταριέμαι που με έκανες να υποφέρω τόσο!
    2