Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατουριέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καταριέμαι
-
κατουρώ
-
καυχιέμαι
-
κατουρήσω
)
Συνώνυμα
κοιμάμαι
αποκοιμιέμαι
λαγκαρίζω
3
Αντώνυμα
ξυπνάω
είμαι ξύπνιος
2
Ορισμός
Είμαι σε κατάσταση ύπνου.
Βρίσκομαι σε ηρεμία ή ανάπαυση, συνήθως με κλειστά μάτια και σε οριζόντια θέση.
2
Παραδείγματα
Κάθε βράδυ κατουριέμαι γύρω στις 11.
Μετά από μια κουραστική μέρα, κατουριέμαι αμέσως μόλις ακουμπήσω το κρεβάτι.
2