1. Λέξη
    κατουριέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: καταριέμαι - κατουρώ - καυχιέμαι - κατουρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • κοιμάμαι
    • αποκοιμιέμαι
    • λαγκαρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξυπνάω
    • είμαι ξύπνιος
    2
  4. Ορισμός
    • Είμαι σε κατάσταση ύπνου.
    • Βρίσκομαι σε ηρεμία ή ανάπαυση, συνήθως με κλειστά μάτια και σε οριζόντια θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε βράδυ κατουριέμαι γύρω στις 11.
    • Μετά από μια κουραστική μέρα, κατουριέμαι αμέσως μόλις ακουμπήσω το κρεβάτι.
    2