1. Λέξη
    καυχιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: καυχώμαι - καταριέμαι - κατουριέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • περηφανεύομαι
    • επαινούμαι
    • διακηρύσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ταπεινώνομαι
    • ντρέπομαι
    • κρύβομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω με υπερβολικό τρόπο τις ικανότητες ή τα επιτεύγματά μου.
    • Δείχνω υπερβολική ικανοποίηση για κάτι που έχω κάνει ή έχω.
    • Επαναλαμβάνω με έπαρση κάτι θετικό για τον εαυτό μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Συνεχώς καυχιέται για τις επιτυχίες του στη δουλειά.
    • Μην καυχιέσαι τόσο πολύ, μπορεί να φανεί αγενές.
    • Καυχιόταν ότι είναι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας.
    3