Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καυχιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καυχώμαι
-
καταριέμαι
-
κατουριέμαι
)
Συνώνυμα
περηφανεύομαι
επαινούμαι
διακηρύσσω
3
Αντώνυμα
ταπεινώνομαι
ντρέπομαι
κρύβομαι
3
Ορισμός
Εκφράζω με υπερβολικό τρόπο τις ικανότητες ή τα επιτεύγματά μου.
Δείχνω υπερβολική ικανοποίηση για κάτι που έχω κάνει ή έχω.
Επαναλαμβάνω με έπαρση κάτι θετικό για τον εαυτό μου.
3
Παραδείγματα
Συνεχώς καυχιέται για τις επιτυχίες του στη δουλειά.
Μην καυχιέσαι τόσο πολύ, μπορεί να φανεί αγενές.
Καυχιόταν ότι είναι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας.
3