Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταρρεύσει (ρήμα) - (παρόμοια:
καταρρέω
-
καταρρίπτω
)
Συνώνυμα
καταπέσει
καταρρίπτω
καταστρέφω
3
Αντώνυμα
εγείρω
χτίζω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να πέσει κάτω λόγω αδυναμίας ή καταστροφής.
Να αποτύχει ή να καταστραφεί εντελώς.
2
Παραδείγματα
Το κτίριο μπορεί να καταρρεύσει αν συνεχίσει ο σεισμός.
Οι προσπάθειές του να ανοίξει δική του επιχείρηση καταρρέουν λόγω έλλειψης κεφαλαίου.
2