1. Λέξη
    καταρρεύσει (ρήμα) - (παρόμοια: καταρρέω - καταρρίπτω)
  2. Συνώνυμα
    • καταπέσει
    • καταρρίπτω
    • καταστρέφω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγείρω
    • χτίζω
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να πέσει κάτω λόγω αδυναμίας ή καταστροφής.
    • Να αποτύχει ή να καταστραφεί εντελώς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κτίριο μπορεί να καταρρεύσει αν συνεχίσει ο σεισμός.
    • Οι προσπάθειές του να ανοίξει δική του επιχείρηση καταρρέουν λόγω έλλειψης κεφαλαίου.
    2