Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταρρίπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταρρέω
-
καταρράκτης
-
καταρρεύσει
)
Συνώνυμα
αναιρώ
απορρίπτω
διαψεύδω
3
Αντώνυμα
επιβεβαιώνω
επαληθεύω
εγκρίνω
3
Ορισμός
Απορρίπτω μια άποψη, μια θεωρία ή μια δήλωση ως εσφαλμένη ή αναληθή.
Καταστρέφω ή αποδυναμώνω κάτι, ιδιαίτερα μια επιχείρηση ή μια προσπάθεια.
2
Παραδείγματα
Ο επιστήμονας κατάρριψε τη θεωρία με νέα στοιχεία.
Η ομάδα κατάρριψε όλες τις αντιρρήσεις των αντιπάλων της.
2