1. Λέξη
    καταρρίπτω (ρήμα) - (παρόμοια: καταρρέω - καταρράκτης - καταρρεύσει)
  2. Συνώνυμα
    • αναιρώ
    • απορρίπτω
    • διαψεύδω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβεβαιώνω
    • επαληθεύω
    • εγκρίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Απορρίπτω μια άποψη, μια θεωρία ή μια δήλωση ως εσφαλμένη ή αναληθή.
    • Καταστρέφω ή αποδυναμώνω κάτι, ιδιαίτερα μια επιχείρηση ή μια προσπάθεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο επιστήμονας κατάρριψε τη θεωρία με νέα στοιχεία.
    • Η ομάδα κατάρριψε όλες τις αντιρρήσεις των αντιπάλων της.
    2