Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταρρέω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταρρίπτω
-
καταρράκτης
-
καταρρεύσει
)
Συνώνυμα
καταπίπτω
καταρρακώνομαι
καταστρέφομαι
3
Αντώνυμα
αντέχω
σταθεροποιούμαι
διατηρούμαι
3
Ορισμός
Πέφτω ξαφνικά ή σταδιακά σε κατάσταση αποσύνθεσης ή αποτυχίας.
Χάνω την ισορροπία μου ή την ψυχική μου σταθερότητα.
Σε φυσικό πλαίσιο, αναφέρεται στην πτώση ή την καταστροφή μιας κατασκευής.
3
Παραδείγματα
Η οικονομία της χώρας άρχισε να καταρρέει λόγω της κρίσης.
Μετά την απώλεια του αγαπημένου του προσώπου, καταρρέψα ψυχολογικά.
Το παλιό κτίριο καταρρέει λόγω της έλλειψης συντήρησης.
3