1. Λέξη
    κατασχέθηκαν (ρήμα) - (παρόμοια: κατασχέση - κατασχέτω - κατασχέσω - κατασχεθώ)
  2. Συνώνυμα
    • καταλήφθηκαν
    • κρατήθηκαν
    • απαλλοτριώθηκαν
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώθηκαν
    • ελευθερώθηκαν
    • αποδόθηκαν
    3
  4. Ορισμός
    • Παίρνω κάτι με την ισχύ του νόμου ή της εξουσίας.
    • Κρατώ κάτι υπό έλεγχο, συχνά ως μέρος νομικής διαδικασίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα αγαθά κατασχέθηκαν από τις αρχές λόγω φορολογικών χρεών.
    • Κατά τη διάρκεια της έρευνας, κατασχέθηκαν σημαντικά στοιχεία.
    2