Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασχέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασχέση
-
κατασχέτω
-
κατασχέθηκαν
-
καταστήσω
-
κατασχεθώ
-
κατασκευάσω
-
καταστεί
-
καταδώσω
)
Συνώνυμα
καταλαμβάνω
απαλλοτριώνω
αρπάζω
3
Αντώνυμα
απελευθερώνω
ελευθερώνω
αφήνω
3
Ορισμός
Να πάρει κάτι με τη βία ή νομικά, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.
Να ελέγχει ή να κατέχει κάτι με εξουσία.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση μπορεί να κατασχέσει περιουσίες που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες.
Οι αρχές κατάσχεσαν τα παράνομα εμπορεύματα στο λιμάνι.
2