Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασχεθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασχέση
-
κατασχέτω
-
κατασχέσω
-
καταστεί
-
κατασχέθηκαν
)
Συνώνυμα
καταδικάζομαι
αφαιρούμαι
παγιδεύομαι
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απαλλάσσομαι
ελευθερώνομαι
3
Ορισμός
Να υποστώ την κατάσχεση της περιουσίας μου από τις αρχές.
Να μου αφαιρεθεί κάτι με δικαστική απόφαση.
Να πέσω θύμα κατάσχεσης.
3
Παραδείγματα
Οι φορολογικές αρχές μπορούν να με κατασχεθούν αν δεν πληρώσω τα χρέη μου.
Οι τράπεζες μπορούν να κατασχεθούν τα σπίτια σε περίπτωση μη εξόφλησης δανείων.
Αν δεν αποδείξω την αθωότητά μου, μπορεί να κατασχεθούν τα περιουσιακά μου στοιχεία.
3