1. Λέξη
    κατασχεθώ (ρήμα) - (παρόμοια: κατασχέση - κατασχέτω - κατασχέσω - καταστεί - κατασχέθηκαν)
  2. Συνώνυμα
    • καταδικάζομαι
    • αφαιρούμαι
    • παγιδεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απαλλάσσομαι
    • ελευθερώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να υποστώ την κατάσχεση της περιουσίας μου από τις αρχές.
    • Να μου αφαιρεθεί κάτι με δικαστική απόφαση.
    • Να πέσω θύμα κατάσχεσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι φορολογικές αρχές μπορούν να με κατασχεθούν αν δεν πληρώσω τα χρέη μου.
    • Οι τράπεζες μπορούν να κατασχεθούν τα σπίτια σε περίπτωση μη εξόφλησης δανείων.
    • Αν δεν αποδείξω την αθωότητά μου, μπορεί να κατασχεθούν τα περιουσιακά μου στοιχεία.
    3