1. Λέξη
    κατατάσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια: κατατάσσω - κατάγομαι - εντάσσομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ταξινομούμαι
    • τοποθετούμαι
    • ομαδοποιούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρομαι
    • αποκλίνω
    • διαφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ή θέση.
    • Οργανώνω ή ταξινομώ σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια.
    • Στρατιωτικός όρος: Τοποθετώ στρατιώτες σε σχηματισμό ή θέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι μαθητές κατατάσσονται ανάλογα με τις επιδόσεις τους.
    • Το βιβλίο κατατάσσεται στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.
    • Οι στρατιώτες κατατάχθηκαν σε γραμμή για την παρέλαση.
    3