Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατατάσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κατατάσσω
-
κατάγομαι
-
εντάσσομαι
)
Συνώνυμα
ταξινομούμαι
τοποθετούμαι
ομαδοποιούμαι
3
Αντώνυμα
αποσύρομαι
αποκλίνω
διαφεύγω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ή θέση.
Οργανώνω ή ταξινομώ σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια.
Στρατιωτικός όρος: Τοποθετώ στρατιώτες σε σχηματισμό ή θέση.
3
Παραδείγματα
Οι μαθητές κατατάσσονται ανάλογα με τις επιδόσεις τους.
Το βιβλίο κατατάσσεται στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.
Οι στρατιώτες κατατάχθηκαν σε γραμμή για την παρέλαση.
3