1. Λέξη
    κατατάσσω (ρήμα) - (παρόμοια: κατατάσσομαι - καταταγώ - κατατρώω - καταδώσω - κατάματα - διατάσσω)
  2. Συνώνυμα
    • ταξινομώ
    • οργανώνω
    • διατάσσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσυνθέτω
    • χαλαρώνω
    • αποδιοργανώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη τάξη ή σειρά.
    • Οργανώνω ή διατάσσω σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σύστημα.
    • Στρατιωτικός όρος που σημαίνει την τοποθέτηση στρατευμάτων σε μάχη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος θα κατατάξει τους μαθητές σε ομάδες.
    • Η βιβλιοθήκη κατατάσσει τα βιβλία σύμφωνα με τον Δεκαδικό Σύστημα.
    • Ο στρατηγός κατατάσσει τα στρατεύματα για την επίθεση.
    3