Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατατάσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατατάσσομαι
-
καταταγώ
-
κατατρώω
-
καταδώσω
-
κατάματα
-
διατάσσω
)
Συνώνυμα
ταξινομώ
οργανώνω
διατάσσω
3
Αντώνυμα
αποσυνθέτω
χαλαρώνω
αποδιοργανώνω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε μια συγκεκριμένη τάξη ή σειρά.
Οργανώνω ή διατάσσω σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σύστημα.
Στρατιωτικός όρος που σημαίνει την τοποθέτηση στρατευμάτων σε μάχη.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος θα κατατάξει τους μαθητές σε ομάδες.
Η βιβλιοθήκη κατατάσσει τα βιβλία σύμφωνα με τον Δεκαδικό Σύστημα.
Ο στρατηγός κατατάσσει τα στρατεύματα για την επίθεση.
3