Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάγομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καίγομαι
-
κατατάσσομαι
-
πετάγομαι
-
καθομαι
-
κατευθύνομαι
)
Συνώνυμα
προέρχομαι
απογεννώμαι
εξομοιώνομαι
3
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
διαφεύγω
αποχωρώ
3
Ορισμός
να έχω την καταγωγή μου από κάποιον ή κάτι
να προέρχομαι από συγκεκριμένη περιοχή ή ομάδα
να έχω σχέση με κάποιον ή κάτι λόγω καταγωγής
3
Παραδείγματα
Κατάγομαι από μια οικογένεια με μακρά παράδοση.
Αυτό το έθιμο κατάγεται από τους αρχαίους Έλληνες.
Κατάγομαι από μια μικρή κωμόπολη στα βόρεια της χώρας.
3