1. Λέξη
    κατάγομαι (ρήμα) - (παρόμοια: καίγομαι - κατατάσσομαι - πετάγομαι - καθομαι - κατευθύνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • προέρχομαι
    • απογεννώμαι
    • εξομοιώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • διαφεύγω
    • αποχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • να έχω την καταγωγή μου από κάποιον ή κάτι
    • να προέρχομαι από συγκεκριμένη περιοχή ή ομάδα
    • να έχω σχέση με κάποιον ή κάτι λόγω καταγωγής
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κατάγομαι από μια οικογένεια με μακρά παράδοση.
    • Αυτό το έθιμο κατάγεται από τους αρχαίους Έλληνες.
    • Κατάγομαι από μια μικρή κωμόπολη στα βόρεια της χώρας.
    3