1. Λέξη
    κατατεθέν (επίθετο) - (παρόμοια: καταταγώ - κατατρώω)
  2. Συνώνυμα
    • κατατεθειμένος
    • αποτεθειμένος
    • αποκλεισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακατάθετος
    • ελεύθερος
    • διαθέσιμος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτό που έχει κατατεθεί, δηλαδή έχει τοποθετηθεί ή αποθηκευτεί σε συγκεκριμένο μέρος.
    • Χρηματικό ποσό ή άλλο αντικείμενο που έχει εναποτεθεί σε τράπεζα ή άλλη υπηρεσία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα κατατεθέντα χρήματα στην τράπεζα είναι ασφαλή.
    • Τα έγγραφα που είναι κατατεθέντα στο αρχείο πρέπει να παραμείνουν εκεί.
    2