Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατατεθέν (επίθετο) - (παρόμοια:
καταταγώ
-
κατατρώω
)
Συνώνυμα
κατατεθειμένος
αποτεθειμένος
αποκλεισμένος
3
Αντώνυμα
ακατάθετος
ελεύθερος
διαθέσιμος
3
Ορισμός
Αυτό που έχει κατατεθεί, δηλαδή έχει τοποθετηθεί ή αποθηκευτεί σε συγκεκριμένο μέρος.
Χρηματικό ποσό ή άλλο αντικείμενο που έχει εναποτεθεί σε τράπεζα ή άλλη υπηρεσία.
2
Παραδείγματα
Τα κατατεθέντα χρήματα στην τράπεζα είναι ασφαλή.
Τα έγγραφα που είναι κατατεθέντα στο αρχείο πρέπει να παραμείνουν εκεί.
2