1. Λέξη
    κατατρώω (ρήμα) - (παρόμοια: καταταγώ - κατατρομάζω - κατατάσσω - κατατόπιο - κατατεθέν)
  2. Συνώνυμα
    • καταβροχθίζω
    • καταναλώνω
    • τρώω ασύστολα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • αποφεύγω
    • δεν τρώω
    3
  4. Ορισμός
    • Τρώω κάτι με μεγάλη ορμή ή ασυδοσία.
    • Καταναλώνω κάτι σε μεγάλες ποσότητες ή με γρήγορους ρυθμούς.
    • Καταστρέφω ή εξαντλώ κάτι μέσω της υπερβολικής χρήσης ή κατανάλωσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιος μου κατατρώει όλα τα γλυκά μόλις γυρίσει από το σχολείο.
    • Η επιχείρηση κατατρώει τα κέρδη της με αχρείαστες δαπάνες.
    • Οι φωτιές κατατρώνε μεγάλες εκτάσεις δάσους κάθε καλοκαίρι.
    3