Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατατρώω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταταγώ
-
κατατρομάζω
-
κατατάσσω
-
κατατόπιο
-
κατατεθέν
)
Συνώνυμα
καταβροχθίζω
καταναλώνω
τρώω ασύστολα
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αποφεύγω
δεν τρώω
3
Ορισμός
Τρώω κάτι με μεγάλη ορμή ή ασυδοσία.
Καταναλώνω κάτι σε μεγάλες ποσότητες ή με γρήγορους ρυθμούς.
Καταστρέφω ή εξαντλώ κάτι μέσω της υπερβολικής χρήσης ή κατανάλωσης.
3
Παραδείγματα
Ο γιος μου κατατρώει όλα τα γλυκά μόλις γυρίσει από το σχολείο.
Η επιχείρηση κατατρώει τα κέρδη της με αχρείαστες δαπάνες.
Οι φωτιές κατατρώνε μεγάλες εκτάσεις δάσους κάθε καλοκαίρι.
3