1. Λέξη
    καταφέρω (ρήμα) - (παρόμοια: καταφέρνω - μεταφέρω - καταφθάνω - καταφεύγω - καταφύγιο)
  2. Συνώνυμα
    • επιτυγχάνω
    • κατορθώνω
    • πετυχαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • χάνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να πετύχω κάτι με προσπάθεια ή επιμονή.
    • Να καταφέρω να κάνω κάτι που είναι δύσκολο ή απαιτητικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις μετά από πολλή μελέτη.
    • Πώς κατάφερες να φτάσεις τόσο γρήγορα;
    2