Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταφύγιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταγώγιο
-
καταφέρω
)
Συνώνυμα
άσυλο
προστασία
καταφύγιο
αποθήκη
4
Αντώνυμα
έκθεση
κίνδυνος
απειλή
3
Ορισμός
Ένας χώρος ή κατάσταση που προσφέρει ασφάλεια και προστασία από κίνδυνο ή δυσκολίες.
Ένα μέρος όπου κάποιος μπορεί να βρει καταφύγιο ή ανάπαυση.
2
Παραδείγματα
Το βουνό χρησίμευσε ως καταφύγιο για τους πρόσφυγες.
Η βιβλιοθήκη είναι το καταφύγιο μου όταν θέλω να ησυχάσω.
2