1. Λέξη
    καταφύγιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταγώγιο - καταφέρω)
  2. Συνώνυμα
    • άσυλο
    • προστασία
    • καταφύγιο
    • αποθήκη
    4
  3. Αντώνυμα
    • έκθεση
    • κίνδυνος
    • απειλή
    3
  4. Ορισμός
    • Ένας χώρος ή κατάσταση που προσφέρει ασφάλεια και προστασία από κίνδυνο ή δυσκολίες.
    • Ένα μέρος όπου κάποιος μπορεί να βρει καταφύγιο ή ανάπαυση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το βουνό χρησίμευσε ως καταφύγιο για τους πρόσφυγες.
    • Η βιβλιοθήκη είναι το καταφύγιο μου όταν θέλω να ησυχάσω.
    2