Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταγώγιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταταγώ
-
καταφύγιο
-
καταγωγή
)
Συνώνυμα
καταφύγιο
άσυλο
κρησφύγετο
3
Αντώνυμα
εκτεθειμένος χώρος
ανοιχτός χώρος
2
Ορισμός
Χώρος όπου κάποιος μπορεί να βρει καταφύγιο ή προστασία.
Μέρος που προσφέρει ασφάλεια και προστασία από κινδύνους ή δυσμενείς συνθήκες.
2
Παραδείγματα
Το σπήλαιο χρησίμευε ως καταγώγιο για τους πρόσφυγες.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, η παλιά αποθήκη έγινε το καταγώγιο των ταξιδιωτών.
2