1. Λέξη
    καταγώγιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταταγώ - καταφύγιο - καταγωγή)
  2. Συνώνυμα
    • καταφύγιο
    • άσυλο
    • κρησφύγετο
    3
  3. Αντώνυμα
    • εκτεθειμένος χώρος
    • ανοιχτός χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Χώρος όπου κάποιος μπορεί να βρει καταφύγιο ή προστασία.
    • Μέρος που προσφέρει ασφάλεια και προστασία από κινδύνους ή δυσμενείς συνθήκες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σπήλαιο χρησίμευε ως καταγώγιο για τους πρόσφυγες.
    • Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, η παλιά αποθήκη έγινε το καταγώγιο των ταξιδιωτών.
    2