1. Λέξη
    κατεστημένο (επίθετο) - (παρόμοια: κατεστραμμένος - κατεψυγμένο - καμένο)
  2. Συνώνυμα
    • εγκατεστημένο
    • εδραιωμένο
    • σταθερό
    • συνηθισμένο
    4
  3. Αντώνυμα
    • ασταθές
    • απροσδιόριστο
    • ασυνήθιστο
    • ανατρεπτικό
    4
  4. Ορισμός
    • Που έχει καθιερωθεί ή εγκατασταθεί με σταθερό τρόπο.
    • Που αντιπροσωπεύει την καθιερωμένη τάξη ή τη συμβατικότητα.
    • Που έχει γίνει αποδεκτό ως κανόνας ή νόρμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κατεστημένο καθεστώς αντιμετώπισε κριτική από τους νέους.
    • Οι κατεστημένες αξίες της κοινωνίας αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου.
    2