Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατεστημένο (επίθετο) - (παρόμοια:
κατεστραμμένος
-
κατεψυγμένο
-
καμένο
)
Συνώνυμα
εγκατεστημένο
εδραιωμένο
σταθερό
συνηθισμένο
4
Αντώνυμα
ασταθές
απροσδιόριστο
ασυνήθιστο
ανατρεπτικό
4
Ορισμός
Που έχει καθιερωθεί ή εγκατασταθεί με σταθερό τρόπο.
Που αντιπροσωπεύει την καθιερωμένη τάξη ή τη συμβατικότητα.
Που έχει γίνει αποδεκτό ως κανόνας ή νόρμα.
3
Παραδείγματα
Το κατεστημένο καθεστώς αντιμετώπισε κριτική από τους νέους.
Οι κατεστημένες αξίες της κοινωνίας αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου.
2