Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατεστραμμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στραμμένος
-
διεστραμμένος
-
καταγεγραμμένος
-
κατειλημμένος
-
καταραμένος
-
κατεστημένο
-
κατεψυγμένος
-
γραμμένος
-
καλυμμένος
-
καμένος
)
Συνώνυμα
εξαθλιωμένος
χαλασμένος
καταστραφείς
3
Αντώνυμα
άθικτος
ακέραιος
ανέπαφος
3
Ορισμός
Που έχει υποστεί φθορά ή καταστροφή.
Που έχει χαλάσει ηθικά ή πνευματικά.
2
Παραδείγματα
Το κτίριο ήταν κατεστραμμένο από τον σεισμό.
Οι κατεστραμμένες αξίες του κοινωνικού συστήματος οδηγούν σε παρακμή.
2