1. Συνώνυμα
    • εξαθλιωμένος
    • χαλασμένος
    • καταστραφείς
    3
  2. Αντώνυμα
    • άθικτος
    • ακέραιος
    • ανέπαφος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει υποστεί φθορά ή καταστροφή.
    • Που έχει χαλάσει ηθικά ή πνευματικά.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το κτίριο ήταν κατεστραμμένο από τον σεισμό.
    • Οι κατεστραμμένες αξίες του κοινωνικού συστήματος οδηγούν σε παρακμή.
    2