Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
καμένος
-
καμ
-
κατεστημένο
-
κατεψυγμένο
-
καταραμένος
)
Συνώνυμα
καπνισμένο
ψημένο
μαυρισμένο
3
Αντώνυμα
φρέσκο
ωμό
αψήφιστο
3
Ορισμός
που έχει υποστεί την επίδραση της φωτιάς ή της υψηλής θερμοκρασίας και έχει αλλάξει χρώμα ή δομή
που έχει κουραστεί πολύ ή έχει υποστεί μεγάλη πίεση
2
Παραδείγματα
Το καμένο κρέας είχε μια ιδιαίτερη γεύση.
Μετά από τη δουλειά, ένιωθα τελείως καμένος.
2