1. Λέξη
    καμένο (επίθετο) - (παρόμοια: καμένος - καμ - κατεστημένο - κατεψυγμένο - καταραμένος)
  2. Συνώνυμα
    • καπνισμένο
    • ψημένο
    • μαυρισμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • φρέσκο
    • ωμό
    • αψήφιστο
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει υποστεί την επίδραση της φωτιάς ή της υψηλής θερμοκρασίας και έχει αλλάξει χρώμα ή δομή
    • που έχει κουραστεί πολύ ή έχει υποστεί μεγάλη πίεση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καμένο κρέας είχε μια ιδιαίτερη γεύση.
    • Μετά από τη δουλειά, ένιωθα τελείως καμένος.
    2