Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατευθείαν (επίρρημα) - (παρόμοια:
κατευθύνω
-
κατευθυνθώ
)
Συνώνυμα
άμεσα
ευθύς
απευθείας
3
Αντώνυμα
έμμεσα
πλάγια
2
Ορισμός
Χωρίς καμία παρεμβολή ή καθυστέρηση.
Σε ευθεία γραμμή, χωρίς στροφές ή εκτροπές.
2
Παραδείγματα
Πήγα κατευθείαν στο σπίτι μου μετά τη δουλειά.
Ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν στην πλατεία.
2