1. Λέξη
    κατευθείαν (επίρρημα) - (παρόμοια: κατευθύνω - κατευθυνθώ)
  2. Συνώνυμα
    • άμεσα
    • ευθύς
    • απευθείας
    3
  3. Αντώνυμα
    • έμμεσα
    • πλάγια
    2
  4. Ορισμός
    • Χωρίς καμία παρεμβολή ή καθυστέρηση.
    • Σε ευθεία γραμμή, χωρίς στροφές ή εκτροπές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγα κατευθείαν στο σπίτι μου μετά τη δουλειά.
    • Ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν στην πλατεία.
    2