Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατευθυνθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κατευθύνω
-
κατευθείαν
)
Συνώνυμα
κατευθύνομαι
οδηγούμαι
προσανατολίζομαι
3
Αντώνυμα
αποπροσανατολίζομαι
ξεστρατίζω
2
Ορισμός
να κινηθώ ή να κατευθυνθώ προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο
να οδηγηθώ ή να καθοδηγηθώ από κάποιον ή κάτι
2
Παραδείγματα
Πρέπει να κατευθυνθώ προς τον σταθμό για να προλάβω το τρένο.
Οδηγήθηκα από τις οδηγίες του χάρτη για να κατευθυνθώ σωστά.
2