Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατευθύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατευθύνομαι
-
κατευθείαν
-
κατευθυνθώ
-
διευθύνω
)
Συνώνυμα
οδηγώ
καθοδηγώ
διευθύνω
3
Αντώνυμα
αποπροσανατολίζω
παραπλανώ
2
Ορισμός
Οδηγώ κάποιον ή κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Δίνω οδηγίες ή καθοδηγώ κάποιον σε μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος κατεύθυνε τους μαθητές προς τη σωστή απάντηση.
Η πινακίδα κατευθύνει τους οδηγούς προς την έξοδο.
2