1. Λέξη
    κατευθύνω (ρήμα) - (παρόμοια: κατευθύνομαι - κατευθείαν - κατευθυνθώ - διευθύνω)
  2. Συνώνυμα
    • οδηγώ
    • καθοδηγώ
    • διευθύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποπροσανατολίζω
    • παραπλανώ
    2
  4. Ορισμός
    • Οδηγώ κάποιον ή κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    • Δίνω οδηγίες ή καθοδηγώ κάποιον σε μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος κατεύθυνε τους μαθητές προς τη σωστή απάντηση.
    • Η πινακίδα κατευθύνει τους οδηγούς προς την έξοδο.
    2