1. Λέξη
    κατευθύνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ευθύνομαι - κατευθύνω - απευθύνομαι - κατάγομαι)
  2. Συνώνυμα
    • κατευθύνομαι
    • κατευθύνω
    • προσανατολίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • αποκλίνω
    2
  4. Ορισμός
    • Κινώ ή μετακινούμαι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    • Εστιάζω ή οδηγούμαι σε έναν συγκεκριμένο σκοπό ή στόχο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κατευθύνομαι προς τον σταθμό για να προλάβω το τρένο.
    • Η εταιρεία κατευθύνεται προς την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
    2