1. Λέξη
    κατοικίδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατοικία - κατοικώ)
  2. Συνώνυμα
    • κατοικίδιο ζώο
    • οικιακό ζώο
    • μασκοτό
    3
  3. Αντώνυμα
    • άγριο ζώο
    • αγριόγατα
    • αγριόσκυλο
    3
  4. Ορισμός
    • Ζώο που κρατιέται στο σπίτι ως συντροφιά ή για άλλους λόγους.
    • Ζώο που ζει με ανθρώπους και εξαρτάται από αυτούς για τη διαβίωσή του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το γατάκι μου είναι το αγαπημένο μου κατοικίδιο.
    • Πολλοί άνθρωποι έχουν σκύλους ως κατοικίδια.
    2