Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατοικίδιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατοικία
-
κατοικώ
)
Συνώνυμα
κατοικίδιο ζώο
οικιακό ζώο
μασκοτό
3
Αντώνυμα
άγριο ζώο
αγριόγατα
αγριόσκυλο
3
Ορισμός
Ζώο που κρατιέται στο σπίτι ως συντροφιά ή για άλλους λόγους.
Ζώο που ζει με ανθρώπους και εξαρτάται από αυτούς για τη διαβίωσή του.
2
Παραδείγματα
Το γατάκι μου είναι το αγαπημένο μου κατοικίδιο.
Πολλοί άνθρωποι έχουν σκύλους ως κατοικίδια.
2