1. Λέξη
    κατοικώ (ρήμα) - (παρόμοια: κατοικία - κατοικίδιο - κατοικημένος - κατοχή)
  2. Συνώνυμα
    • καταλύω
    • διαμένω
    • μένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχωρώ
    • φεύγω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Ζω σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
    • Έχω την μόνιμη κατοικία μου σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κατοικώ στην Αθήνα εδώ και δέκα χρόνια.
    • Πολλοί άνθρωποι κατοικούν σε αγροτικές περιοχές.
    2