Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατοικία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατοικώ
-
κατοικίδιο
-
πολυκατοικία
-
κατοικημένος
-
οικία
-
κακία
-
κακοδικία
)
Συνώνυμα
σπίτι
κατάλυμα
κατοικίδιο
3
Αντώνυμα
ακατοίκητος
ερημιά
2
Ορισμός
Το μέρος όπου κάποιος ζει μόνιμα.
Η μόνιμη κατοικία ενός ατόμου ή μιας οικογένειας.
2
Παραδείγματα
Η κατοικία του βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Μετά από πολλά χρόνια, βρήκαν μια μόνιμη κατοικία.
2