1. Λέξη
    κατοικία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατοικώ - κατοικίδιο - πολυκατοικία - κατοικημένος - οικία - κακία - κακοδικία)
  2. Συνώνυμα
    • σπίτι
    • κατάλυμα
    • κατοικίδιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακατοίκητος
    • ερημιά
    2
  4. Ορισμός
    • Το μέρος όπου κάποιος ζει μόνιμα.
    • Η μόνιμη κατοικία ενός ατόμου ή μιας οικογένειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατοικία του βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της πόλης.
    • Μετά από πολλά χρόνια, βρήκαν μια μόνιμη κατοικία.
    2