Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατουρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κατουρήσω
-
κατουριέμαι
-
κατοχή
)
Συνώνυμα
οὐρῶ
μικρύνω
2
Αντώνυμα
κρατώ
συγκρατώ
2
Ορισμός
Εκκρίνω τα ούρα από το σώμα.
Εκτελώ τη φυσιολογική διαδικασία της απέκκρισης των ούρων.
2
Παραδείγματα
Το παιδί κατούρησε στο πάτωμα.
Ένιωσα ανάγκη να κατουρήσω κατά τη διάρκεια της ταινίας.
2