1. Λέξη
    κατουρώ (ρήμα) - (παρόμοια: κατουρήσω - κατουριέμαι - κατοχή)
  2. Συνώνυμα
    • οὐρῶ
    • μικρύνω
    2
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • συγκρατώ
    2
  4. Ορισμός
    • Εκκρίνω τα ούρα από το σώμα.
    • Εκτελώ τη φυσιολογική διαδικασία της απέκκρισης των ούρων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί κατούρησε στο πάτωμα.
    • Ένιωσα ανάγκη να κατουρήσω κατά τη διάρκεια της ταινίας.
    2