Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κερδίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κερδίζω
-
κερδίσω
-
καθορίζομαι
)
Συνώνυμα
ωφελούμαι
επωφελούμαι
αποκομίζω
3
Αντώνυμα
χάνω
ζημιώνομαι
αποβάλλω
3
Ορισμός
Να αποκτώ κάτι χρήσιμο ή επωφελές, συνήθως ως αποτέλεσμα προσπάθειας ή δράσης.
Να λαμβάνω κέρδος ή όφελος από μια κατάσταση ή ενέργεια.
2
Παραδείγματα
Κερδίζομαι γνώσεις από κάθε νέα εμπειρία.
Από αυτή τη συμφωνία, κερδίζομαι οικονομικά.
2