1. Λέξη
    κερδίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: κερδίζω - κερδίσω - καθορίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • ωφελούμαι
    • επωφελούμαι
    • αποκομίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • ζημιώνομαι
    • αποβάλλω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αποκτώ κάτι χρήσιμο ή επωφελές, συνήθως ως αποτέλεσμα προσπάθειας ή δράσης.
    • Να λαμβάνω κέρδος ή όφελος από μια κατάσταση ή ενέργεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κερδίζομαι γνώσεις από κάθε νέα εμπειρία.
    • Από αυτή τη συμφωνία, κερδίζομαι οικονομικά.
    2