1. Λέξη
    κερδίζω (ρήμα) - (παρόμοια: κερδίζομαι - κερδίσω - ξανακερδίζω - κερδίσει)
  2. Συνώνυμα
    • κερδίζω
    • επιτυγχάνω
    • αποκτώ
    • κυριεύω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • αποτυγχάνω
    • εξαντλώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αποκτώ κάτι, συνήθως χρήματα ή κέρδη, μέσω εργασίας, επενδύσεων ή άλλων δραστηριοτήτων.
    • Να επιτυγχάνω κάτι, όπως ένα βραβείο ή μια θέση, μέσω προσπάθειας ή ανταγωνισμού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κέρδισε πολλά χρήματα από την επένδυσή του.
    • Η ομάδα μας κέρδισε το πρωτάθλημα φέτος.
    2