Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κερδίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
κερδίζομαι
-
κερδίσω
-
ξανακερδίζω
-
κερδίσει
)
Συνώνυμα
κερδίζω
επιτυγχάνω
αποκτώ
κυριεύω
4
Αντώνυμα
χάνω
αποτυγχάνω
εξαντλώ
3
Ορισμός
Να αποκτώ κάτι, συνήθως χρήματα ή κέρδη, μέσω εργασίας, επενδύσεων ή άλλων δραστηριοτήτων.
Να επιτυγχάνω κάτι, όπως ένα βραβείο ή μια θέση, μέσω προσπάθειας ή ανταγωνισμού.
2
Παραδείγματα
Κέρδισε πολλά χρήματα από την επένδυσή του.
Η ομάδα μας κέρδισε το πρωτάθλημα φέτος.
2