Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθορίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καθομαι
-
καθορίζω
-
ορίζομαι
-
ζορίζομαι
-
διορίζομαι
-
προορίζομαι
-
καθορίσω
-
περιορίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
χωρίζομαι
-
γνωρίζομαι
-
κερδίζομαι
-
χειρίζομαι
-
στηρίζομαι
)
Συνώνυμα
ορίζομαι
προσδιορίζομαι
καθορίζω
3
Αντώνυμα
απροσδιόριστος
αόριστος
ακαθόριστος
3
Ορισμός
Καθορίζομαι σημαίνει να ορίζομαι με ακρίβεια ή να προσδιορίζομαι.
Επίσης, μπορεί να σημαίνει να περιορίζομαι ή να καθορίζομαι από εξωτερικούς παράγοντες.
2
Παραδείγματα
Οι όροι της συμφωνίας καθορίζονται από τις δύο πλευρές.
Η πορεία μου καθορίζεται από τις επιλογές μου.
2