1. Συνώνυμα
    • ορίζομαι
    • προσδιορίζομαι
    • καθορίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροσδιόριστος
    • αόριστος
    • ακαθόριστος
    3
  3. Ορισμός
    • Καθορίζομαι σημαίνει να ορίζομαι με ακρίβεια ή να προσδιορίζομαι.
    • Επίσης, μπορεί να σημαίνει να περιορίζομαι ή να καθορίζομαι από εξωτερικούς παράγοντες.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι όροι της συμφωνίας καθορίζονται από τις δύο πλευρές.
    • Η πορεία μου καθορίζεται από τις επιλογές μου.
    2