1. Λέξη
    ξανακερδίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξανακερδίσω - κερδίζω - ξαναρχίζω - ξαναχτίζω - ξαναπαίζω - ξαναγυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ανακτώ
    • επανέρχομαι
    • αποκτώ ξανά
    3
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • εγκαταλείπω
    2
  4. Ορισμός
    • να αποκτώ πάλι κάτι που είχα χάσει
    • να επιστρέφω σε μια προηγούμενη κατάσταση ή θέση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερα να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη του.
    • Η ομάδα μας ξανακέρδισε την πρώτη θέση στο πρωτάθλημα.
    2