Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κεφαλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κεφαλή
-
κεφαλαίο
-
κεφτεδάκι
-
κουταλάκι
)
Συνώνυμα
μικρό κεφάλι
κεφαλίδα
2
Αντώνυμα
μεγάλο κεφάλι
1
Ορισμός
Μικρό κεφάλι.
Το πάνω μέρος ή η κορυφή ενός αντικειμένου που μοιάζει με κεφάλι.
2
Παραδείγματα
Το κουτάβι είχε ένα γλυκό κεφαλάκι.
Το κεφαλάκι της καρφίτσας ήταν κόκκινο.
2