Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουταλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουταλιά
-
κουνελάκι
-
κεφαλάκι
)
Συνώνυμα
κουτάλι
κουταλάκι του γλυκού
μικρό κουτάλι
3
Αντώνυμα
κουτάλα
μεγάλο κουτάλι
2
Ορισμός
Μικρό κουτάλι που χρησιμοποιείται συνήθως για το φαγητό ή για τη μέτρηση μικρών ποσοτήτων υγρών ή στερεών.
Εργαλείο κουζίνας μικρότερο από το συνηθισμένο κουτάλι, συχνά χρησιμοποιούμενο για γλυκά ή για φαρμακευτικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Βάλε ένα κουταλάκι ζάχαρη στον καφέ σου.
Το παιδί έφαγε το γιαούρτι με ένα κουταλάκι.
2