Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλείνω (ρήμα) - (παρόμοια:
κλίνω
-
κλείνομαι
-
κλείδα
-
κλείσω
)
Συνώνυμα
σταματώ
τερματίζω
ολοκληρώνω
3
Αντώνυμα
ανοίγω
ξεκινώ
αρχίζω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι να μην είναι πλέον ανοιχτό.
Να τελειώνω μια δραστηριότητα ή μια περίοδο.
Να κλείνω ένα χώρο ή μια εγκατάσταση για το κοινό.
3
Παραδείγματα
Κλείνω την πόρτα όταν φεύγω από το σπίτι.
Η εταιρεία κλείνει νωρίς σήμερα λόγω του καιρού.
Το μουσείο κλείνει κάθε Δευτέρα.
3