1. Λέξη
    κλείνω (ρήμα) - (παρόμοια: κλίνω - κλείνομαι - κλείδα - κλείσω)
  2. Συνώνυμα
    • σταματώ
    • τερματίζω
    • ολοκληρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγω
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να μην είναι πλέον ανοιχτό.
    • Να τελειώνω μια δραστηριότητα ή μια περίοδο.
    • Να κλείνω ένα χώρο ή μια εγκατάσταση για το κοινό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κλείνω την πόρτα όταν φεύγω από το σπίτι.
    • Η εταιρεία κλείνει νωρίς σήμερα λόγω του καιρού.
    • Το μουσείο κλείνει κάθε Δευτέρα.
    3