1. Λέξη
    κλαίγομαι (ρήμα) - (παρόμοια: καίγομαι - πνίγομαι)
  2. Συνώνυμα
    • θρηνώ
    • λυπάμαι
    • οδύρομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • γελώ
    • χαίρομαι
    • ευφραίνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω θλίψη ή πόνο μέσω δακρύων.
    • Εκδηλώνω λύπη ή θλίψη με κλάμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν άκουσε τα άσχημα νέα, άρχισε να κλαίγεται.
    • Η μητέρα κλαίγεται κάθε φορά που θυμάται το χαμένο της παιδί.
    2