Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καίγομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κλαίγομαι
-
κατάγομαι
-
καίγονται
-
καθομαι
-
πνίγομαι
-
ανοίγομαι
)
Συνώνυμα
φλέγομαι
καίω
πυρπολώ
3
Αντώνυμα
σβήνω
αποσβένω
2
Ορισμός
Να υποβάλλομαι σε καύση ή να καίω.
Να υποφέρω από υψηλή θερμοκρασία ή φωτιά.
Να αισθάνομαι έντονη επιθυμία ή πάθος.
3
Παραδείγματα
Το ξύλο καίγεται γρήγορα στη φωτιά.
Καιγόμουν από την ανυπομονησία να τον δω.
Οι φλόγες έκαιγαν τα πάντα στο πέρασμά τους.
3