Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλείσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κλείσιμο
-
αποκλείσω
-
κλείδα
-
κλείνω
)
Συνώνυμα
σταματώ
τερματίζω
ολοκληρώνω
3
Αντώνυμα
ανοίγω
ξεκινώ
αρχίζω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι να μην είναι πια ανοιχτό, να το κλείσω.
Να τελειώσω μια δραστηριότητα ή μια περίοδο.
Να σταματήσω τη λειτουργία μιας υπηρεσίας ή ενός καταστήματος.
3
Παραδείγματα
Θα κλείσω το παράθυρο γιατί κρυώνω.
Η εταιρεία αποφάσισε να κλείσει το τμήμα εξαγωγών.
Μην ξεχάσεις να κλείσεις το φως όταν φύγεις.
3