1. Λέξη
    κλείσω (ρήμα) - (παρόμοια: κλείσιμο - αποκλείσω - κλείδα - κλείνω)
  2. Συνώνυμα
    • σταματώ
    • τερματίζω
    • ολοκληρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγω
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να μην είναι πια ανοιχτό, να το κλείσω.
    • Να τελειώσω μια δραστηριότητα ή μια περίοδο.
    • Να σταματήσω τη λειτουργία μιας υπηρεσίας ή ενός καταστήματος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα κλείσω το παράθυρο γιατί κρυώνω.
    • Η εταιρεία αποφάσισε να κλείσει το τμήμα εξαγωγών.
    • Μην ξεχάσεις να κλείσεις το φως όταν φύγεις.
    3