Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκλείσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκλείω
-
αποκλείομαι
-
κλείσω
-
αποκλεισμός
-
αποκλειστικά
)
Συνώνυμα
αποκλείω
εξαιρώ
αποκλείω
3
Αντώνυμα
συμπεριλαμβάνω
περιλαμβάνω
επιτρέπω
3
Ορισμός
Να μην επιτρέπω κάτι ή κάποιον να συμμετάσχει ή να έχει πρόσβαση σε κάτι.
Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
2
Παραδείγματα
Θα αποκλείσω όλους τους μη εγγεγραμμένους χρήστες από το σύστημα.
Ο προπονητής αποκλείει τον παίκτη λόγω τραυματισμού.
2