1. Λέξη
    αποκλείσω (ρήμα) - (παρόμοια: αποκλείω - αποκλείομαι - κλείσω - αποκλεισμός - αποκλειστικά)
  2. Συνώνυμα
    • αποκλείω
    • εξαιρώ
    • αποκλείω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμπεριλαμβάνω
    • περιλαμβάνω
    • επιτρέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην επιτρέπω κάτι ή κάποιον να συμμετάσχει ή να έχει πρόσβαση σε κάτι.
    • Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα αποκλείσω όλους τους μη εγγεγραμμένους χρήστες από το σύστημα.
    • Ο προπονητής αποκλείει τον παίκτη λόγω τραυματισμού.
    2