Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδαρότρυπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλειδαράς
-
κλειδαριά
)
Συνώνυμα
κλειδών
κλειδαρότρυπα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Η τρύπα στην πόρτα όπου εισάγεται το κλειδί για να ανοίξει ή να κλειδώσει.
Το τμήμα της κλειδαριάς που δέχεται το κλειδί.
2
Παραδείγματα
Το κλειδί δεν μπήκε καλά στην κλειδαρότρυπα και η πόρτα δεν άνοιξε.
Η κλειδαρότρυπα ήταν σκουριασμένη και χρειαζόταν αντικατάσταση.
2