1. Λέξη
    κλειδαριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλειδαράς - κλειδί - κλειδαρότρυπα - κλειδώση - κλειδώνω - κλειδώσω)
  2. Συνώνυμα
    • κλείδωμα
    • κλειδαριάς
    2
  3. Αντώνυμα
    • άνοιγμα
    • ελευθερία
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ασφάλεια μιας πόρτας, ενός κουτιού κ.λπ., συνήθως αποτελούμενος από ένα κλειδί και μια κλειδαρότρυπα.
    • Συσκευή που κλειδώνει και ανοίγει με κλειδί, προστατεύοντας από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξέχασα το κλειδί μου και τώρα η κλειδαριά είναι κλειδωμένη.
    • Η νέα κλειδαριά είναι πολύ ασφαλής και δύσκολα θα ανοίξει χωρίς το σωστό κλειδί.
    2