Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδαριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλειδαράς
-
κλειδί
-
κλειδαρότρυπα
-
κλειδώση
-
κλειδώνω
-
κλειδώσω
)
Συνώνυμα
κλείδωμα
κλειδαριάς
2
Αντώνυμα
άνοιγμα
ελευθερία
2
Ορισμός
Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την ασφάλεια μιας πόρτας, ενός κουτιού κ.λπ., συνήθως αποτελούμενος από ένα κλειδί και μια κλειδαρότρυπα.
Συσκευή που κλειδώνει και ανοίγει με κλειδί, προστατεύοντας από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση.
2
Παραδείγματα
Ξέχασα το κλειδί μου και τώρα η κλειδαριά είναι κλειδωμένη.
Η νέα κλειδαριά είναι πολύ ασφαλής και δύσκολα θα ανοίξει χωρίς το σωστό κλειδί.
2