Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδαράς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλειδαριά
-
κλειδί
-
κλειδαρότρυπα
-
κλειδώση
-
κλειδώνω
-
κλειδώσω
)
Συνώνυμα
κλειδοκράτωρ
κλειδοτέχνης
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην κατασκευή, επισκευή και αντικατάσταση κλειδιών και κλειδαριών.
Πρόσωπο που διαθέτει την τεχνογνωσία για να ανοίγει κλειδαριές χωρίς το αρχικό κλειδί.
2
Παραδείγματα
Ο κλειδαράς άλλαξε την κλειδαριά της πόρτας μετά την κλοπή.
Χρειάστηκα κλειδαρά για να ανοίξω το αυτοκίνητό μου όταν ξέχασα τα κλειδιά μέσα.
2