1. Λέξη
    κλειστοφοβία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλειστό - κλειστός)
  2. Συνώνυμα
    • αγχος κλειστού χώρου
    • φοβία κλειστού χώρου
    2
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτοχωρία
    • αγάπη για τους ανοιχτούς χώρους
    2
  4. Ορισμός
    • Η κλειστοφοβία είναι ένας ψυχολογικός φόβος ή άγχος που προκαλείται από τη διαμονή ή τη σκέψη ότι βρίσκεσαι σε κλειστούς ή στενούς χώρους.
    • Μια αίσθηση πανικού ή έντονου άγχους όταν κάποιος βρίσκεται σε περιβάλλοντα με περιορισμένο χώρο ή χωρίς εύκολη διέξοδο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κλειστοφοβία του τον εμπόδιζε να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ.
    • Ένιωσε κλειστοφοβία όταν μπήκε στη μικρή σπηλιά.
    2