Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειστοφοβία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλειστό
-
κλειστός
)
Συνώνυμα
αγχος κλειστού χώρου
φοβία κλειστού χώρου
2
Αντώνυμα
ανοιχτοχωρία
αγάπη για τους ανοιχτούς χώρους
2
Ορισμός
Η κλειστοφοβία είναι ένας ψυχολογικός φόβος ή άγχος που προκαλείται από τη διαμονή ή τη σκέψη ότι βρίσκεσαι σε κλειστούς ή στενούς χώρους.
Μια αίσθηση πανικού ή έντονου άγχους όταν κάποιος βρίσκεται σε περιβάλλοντα με περιορισμένο χώρο ή χωρίς εύκολη διέξοδο.
2
Παραδείγματα
Η κλειστοφοβία του τον εμπόδιζε να χρησιμοποιήσει το ασανσέρ.
Ένιωσε κλειστοφοβία όταν μπήκε στη μικρή σπηλιά.
2