Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειστό (επίθετο) - (παρόμοια:
κλειστός
-
κλειστοφοβία
-
κλειδί
-
κλεισμένος
)
Συνώνυμα
ανοιχτό
ανοικτό
2
Αντώνυμα
κλεισμένο
σφραγισμένο
2
Ορισμός
που δεν είναι ανοιχτό, που έχει κλείσει
που δεν επιτρέπει την πρόσβαση ή τη χρήση
που δεν λειτουργεί ή δεν είναι σε λειτουργία
3
Παραδείγματα
Η πόρτα είναι κλειστή.
Το μαγαζί είναι κλειστό σήμερα.
Ο δρόμος είναι κλειστός λόγω εργασιών.
3