1. Λέξη
    κλειστός (επίθετο) - (παρόμοια: κλειστό - καθιστός - κλειστοφοβία - ιστός - καπνιστός - κουνιστός)
  2. Συνώνυμα
    • κλεισμένος
    • αποκλεισμένος
    • σφραγισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτός
    • ελεύθερος
    • προσβάσιμος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν είναι ανοιχτός ή προσβάσιμος.
    • Που έχει κλείσει ή έχει σφραγιστεί.
    • Που δεν επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πόρτα ήταν κλειστή όλη την ημέρα.
    • Το μαγαζί είναι κλειστό τις Κυριακές.
    • Ο δρόμος είναι κλειστός λόγω εργασιών.
    3