Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειστός (επίθετο) - (παρόμοια:
κλειστό
-
καθιστός
-
κλειστοφοβία
-
ιστός
-
καπνιστός
-
κουνιστός
)
Συνώνυμα
κλεισμένος
αποκλεισμένος
σφραγισμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
ελεύθερος
προσβάσιμος
3
Ορισμός
Που δεν είναι ανοιχτός ή προσβάσιμος.
Που έχει κλείσει ή έχει σφραγιστεί.
Που δεν επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο.
3
Παραδείγματα
Η πόρτα ήταν κλειστή όλη την ημέρα.
Το μαγαζί είναι κλειστό τις Κυριακές.
Ο δρόμος είναι κλειστός λόγω εργασιών.
3