Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κληρικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κληρονομικός
-
καιρικός
-
κλινικός
-
κλασικός
-
κεντρικός
)
Συνώνυμα
ιερέας
παπάς
πρεσβύτερος
3
Αντώνυμα
λαϊκός
κοσμικός
2
Ορισμός
Άτομο που έχει χειροτονηθεί σε θρησκευτικό αξίωμα, ιδιαίτερα στον Χριστιανισμό.
Μέλος του κλήρου, που ασκεί θρησκευτικά καθήκοντα.
2
Παραδείγματα
Ο κληρικός έκανε την ομιλία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Ο κληρικός βοήθησε στην οργάνωση της κοινότητας.
2