Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κληρονομικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κληρονομιά
-
κληρονομώ
-
κληρονομήσω
-
κληρικός
-
νομικός
-
οικονομικός
-
υγειονομικός
)
Συνώνυμα
κληρονομιακός
κληρονομικός
2
Αντώνυμα
αποκτημένος
επικτητός
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την κληρονομιά ή τη διαδοχή
που μεταβιβάζεται από τους προγόνους στους απογόνους
2
Παραδείγματα
Η κληρονομική περιουσία περιλαμβάνει ακίνητα και χρηματικά ποσά.
Οι κληρονομικές ασθένειες μπορούν να μεταβιβαστούν στους απογόνους.
2