Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλινικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κλινική
-
κλιματικός
-
κυνικός
-
ποινικός
-
κληρικός
-
κυκλικός
-
κλασικός
-
κλιντ
-
κανονικός
-
λατινικός
)
Συνώνυμα
ιατρικός
νοσοκομειακός
θεραπευτικός
3
Αντώνυμα
μη ιατρικός
μη κλινικός
θεωρητικός
3
Ορισμός
Σχετικός με την άμεση παρατήρηση και θεραπεία των ασθενών.
Που βασίζεται σε πρακτική εμπειρία ή παρατήρηση.
Αφορά την ιατρική πρακτική σε νοσοκομείο ή κλινική.
3
Παραδείγματα
Ο κλινικός γιατρός εξέτασε τον ασθενή προσεκτικά.
Η κλινική μελέτη έδειξε θετικά αποτελέσματα για το νέο φάρμακο.
Οι κλινικές παρατηρήσεις είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της θεραπείας.
3