Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοινό (επίθετο) - (παρόμοια:
κοινός
-
κοινότητα
-
κοινότυπος
-
κοινωνία
)
Συνώνυμα
συνηθισμένο
γενικό
συλλογικό
3
Αντώνυμα
ιδιαίτερο
ασυνήθιστο
μοναδικό
3
Ορισμός
που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλά άτομα ή πράγματα
που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ιδιαιτεροτήτων ή εξαιρέσεων
2
Παραδείγματα
Η κοινή γνώμη διαφώνησε με την απόφαση της κυβέρνησης.
Αυτή είναι μια κοινή πρακτική σε πολλές χώρες.
2