Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοινός (επίθετο) - (παρόμοια:
κοινό
-
κοντινός
-
κοινότητα
-
κοινοτικός
-
κοινότυπος
-
κοινωνικός
)
Συνώνυμα
συνηθισμένος
συχνός
τυπικός
3
Αντώνυμα
ασυνήθης
ιδιαίτερος
εξαιρετικός
3
Ορισμός
που απαντάται συχνά ή είναι γνωστός σε πολλούς
που δεν διακρίνεται για κάτι ιδιαίτερο ή ξεχωριστό
που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλούς ή σε όλους
3
Παραδείγματα
Είναι ένας κοινός άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Η κοινή γνώμη συχνά επηρεάζεται από τα μέσα ενημέρωσης.
Αυτή η λέξη είναι πολύ κοινή στην καθημερινή ομιλία.
3